- ανανέωση
- (Νομ.).Σημαίνει σύμβαση με την οποία καταργείται μία ενοχή και στη θέση της εισάγεται μια νέα. Μπορεί να αλλάζει και ένα από τα πρόσωπα των αρχικών συμβαλλομένων, μπορεί και όχι. Για να είναι η α. ισχυρή, πρέπει να έχει κάποιον σκοπό που να προκύπτει καθαρά από το περιεχόμενό της. Τέτοιος σκοπός μπορεί να είναι και η θεραπεία μιας έλλειψης ή ενός ελαττώματος που καθιστά άκυρη ή ακυρώσιμη την αρχική συμφωνία. Εάν στην πρώτη σύμβαση συμμετείχαν και τρία πρόσωπα ως εγγυητές κλπ., πρέπει να συμφωνήσουν στην α. για να εξακολουθεί η ευθύνη τους. Δεν ισχύει όμως αυτό και για τους ενεχόμενους εις ολόκληρον. Περίπτωση σιωπηρής α. έχουμε στη μίσθωση, στη σύμβαση εργασίας και στην εταιρεία. Όταν δηλαδή λήξει ο χρόνος που έχει οριστεί να ισχύει μια σύμβαση και δεν την αμφισβητήσει κανένα από τα δύο μέρη, θεωρείται ότι η σχετική σύμβαση ανανεώνεται αυτόματα για αόριστο χρόνο.
* * *η (Α ἀνανέωσις) [ἀνανεοῡμαι]1. το να ξαναδίνει κανείς ισχύ σε κάτι, η εκ νέου υπόσταση2. αναζωογόνηση, ξανάνιωμανεοελλ.1. το να κάνει κανείς κάτι και πάλι καινούργιο, να τό παρουσιάζει με βελτιωμένη μορφή, επιδιόρθωση, φρεσκάρισμα2. αντικατάσταση πράγματος που πάλιωσε με καινούργιο, ανακαίνιση3. αναδιοργάνωση, αναδιάρθρωση4. (για συμβάσεις, γραμμάτια κ.λπ.) παράταση τής διάρκειας ή προθεσμίαςαρχ.ανάκληση στη μνήμη, ξαναζωντάνεμα.
Dictionary of Greek. 2013.